Το
να δουλεύουμε για λόγους οικονομικής
συντήρησης δικής μας ή/και των δικών
μας ανθρώπων είναι φυσικά εγκριτέο και
κατανοητό ακόμη κι αν αφορά κυρίως
μελλοντικά πλάνα. Επειδή το χρήμα είναι
κινητήριος δύναμη, επιθυμούμε να έχουμε
εξασφαλισμένη τροφή, στέγη, υγειονομική
περίθαλψη, και ψυχαγωγία/δημιουργικότητα
όπως το να έχουμε δυνατότητα για
ευχάριστες διακοπές ή να αγοράσουμε/συντηρήσουμε
ένα αξιοπρεπές όχημα ή να μπορούμε άνετα
να κάνουμε μια έξοδο για φαγητό/ποτό/καφέ
κλπ. Αρκετοί άνθρωποι σκεπτόμενοι
μεθοδικά τους παραπάνω επιθυμητούς
στόχους, και συχνά αποφεύγοντας τα
περιττά έξοδα, καταφέρνουν όχι μόνο να
τους φτάσουν σύμφωνα με τις δικές τους
ανάγκες (ο οποίες διαφέρουν ανά άτομο
και συνδέονται άμεσα με την ιδιαίτερη
ιδιοσυγκρασία του καθενός) αλλά και να
τους ξεπεράσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό,
έτσι ώστε σημαντικά ποσά να μη
χρησιμοποιούνται παρά μόνο για
αποταμίευση/μελλοντική κληρονομιά. Πώς
λοιπόν βλέπουμε να αλλάζουν τις εργασιακές
τους συνήθειες τα παραπάνω άτομα μόλις
φτάσουν στο οικονομικό επίπεδο που
στόχευαν? Στη συντριπτική πλειονότητα
δε βλέπουμε να τις αλλάζουν καθόλου,
ακόμη κι όταν εργάζονται σε μεγάλο
ωράριο και διαθέτουν το περιθώριο να
περιορίσουν το ρυθμό εργασίας (πχ δεν
κινδυνεύουν να απολυθούν αν ανήκουν σε
επιχείρηση ούτε να χάσουν την πελατεία
τους αν κατέχουν επιχείρηση). Δεν είναι
λίγοι μάλιστα εκείνοι που έχουν αφοσιωθεί
τόσο ολοκληρωτικά στην εργασία τους
που μόλις φτάνει ο καιρός να συνταξιοδοτηθούν
δεν ξέρουν πώς να αξιοποιήσουν το χρόνο
τους, πέφτουν σε κατάθλιψη και ακόμη
χειρότερα νιώθουν άχρηστοι στο κοινωνικό
σύνολο αποκτώντας την εντύπωση ότι
πλέον η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα.
Τυχαία όλα αυτά τα περίεργα φαινόμενα?
Δε νομίζουμε...
Στην
πραγματικότητα η κοινωνία, προβάλλοντας
για ακόμη μια φορά το δέντρο και κρύβοντας
το δάσος, χρησιμοποιεί με κακόβουλο
τρόπο την έννοια της εργασίας ως
προπαγάνδα για να μην ασχολούμαστε
σχεδόν με τίποτε άλλο από την εργασία`
με λίγα λόγια επιχειρεί να περάσει ως
μήνυμα το να “ζούμε για να δουλεύουμε”
ακόμη κι όταν παύει να είναι αναγκαίο.
Και είναι επόμενο να ζείς για να δουλεύεις
όταν εργάζεσαι εντατικά 8-10 ώρες την
ημέρα και 5 ημέρες τη βδομάδα και
χρειάζεσαι και 2-3 ώρες την ημέρα για τη
μετακίνησή σου από και προς τη δουλειά
σου (κατά πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση
για τους εργαζόμενους που έχουν ωράρια
6 (πχ σούπερ μάρκετ) ή και 7 ημέρες τη
βδομάδα (όπως καφετέριες, ταβέρνες)).
Στενεύουν τόσο ο χρόνος η ενέργεια και
η διάθεσή σου που τουλάχιστον τις
καθημερινές δεν έχεις περιθώριο σχεδόν
για οτιδήποτε άλλο. Αν επιπλέον έχεις
και οικογένεια με παιδιά μπορεί να
κάνουν οι φίλοι σου βδομάδες ολόκληρες
να σε βρούν εύκαιρο. Η παραπάνω κοινωνική
προπαγάνδα πασάρεται σαν δόγμα, ότι
πρέπει οπωσδήποτε να δουλεύεις σε όποια
οικονομική επιφάνεια και να βρίσκεσαι
γιατί καμία ενασχόληση δεν είναι πιό
σημαντική και πιό δημιουργική από την
εργασία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα σε
όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως?
Ασφαλώς και όχι. Καταρχήν θα σημειώσουμε
ότι καταλαβαίνουμε όσους αγαπούν τη
δουλειά τους ως αντικείμενο και την
έχουν ταυτίσει με το πιό μεγάλο τους
χόμπυ- πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά
σε όσους εκτελούν χειρωνακτικές εργασίες
όπως οικοδομή, υδραυλικά, ηλεκτρολογικά
κλπ- οπότε σ` αυτή την περίπτωση είναι
εύλογο το να εργάζονται τόσο πολύ χωρίς
να υπάρχει τόσο μεγάλη οικονομική
προτεραιότητα. Σέβομαι τέτοιου είδους
επιλογές κάποιων αν και κατά κανόνα δε
συμφωνώ με το να ασχολείσαι μονοδιάστατα
με ένα και μόνο πράγμα γιατί αφήνεις να
ατροφούν τα υπόλοιπα και δεν είναι
εύκολο να είσαι δημιουργικός υγιής και
ευήμερος όσο θα μπορούσες. Τί γίνεται
όμως με τους υπόλοιπους οι οποίοι, είτε
τους αρέσει η δουλειά τους είτε όχι,
απλώς εργάζονται με τη σκέψη τους στην
οικονομική συντήρηση και αν δεν εργάζονταν
θα μπορούσαν να ασκούσαν και άλλα
ενδιαφέροντα με ευχαρίστηση? Εκεί
ακριβώς εισέρχεται η κακοβουλία της
κοινωνίας. Η οποία, όπως έχουμε αναφέρει
και σε άλλα άρθρα, δεν επιθυμεί να είμαστε
συνδεδεμένοι ούτε να ευημερούμε ούτε
να είμαστε σκεπτόμενα όντα γιατί
διχασμένους και με πεσμένη ψυχολογία
και αφιλοσόφητους μας ελέγχει πολύ πιο
εύκολα και δεχόμαστε πολύ πιο πρόθυμα
όποια στρεβλωμένη υπόδειξη μας κάνει.
Και η εργασία για την εργασία είναι για
την κοινωνία η πιό κατάλληλη ευκαιρία
να είμαστε καί διχασμένοι καί μίζεροι
καί αφιλοσόφητοι. Διχασμένοι γιατί δεν
έχουμε το περιθώριο να δούμε τους
συνανθρώπους μας και να επικοινωνήσουμε,
μίζεροι γιατί καθώς λόγω εργασίας
απομονωνόμαστε μας πέφτει ακολούθως
και το ηθικό, και αφιλοσόφητοι γιατί
αντί να σκεφτόμαστε τί είναι σωστό και
τί λάθος στο κοινωνικό σύνολο θα έχουμε
το μυαλό μας μονίμως στη δουλειά. Για
να μας βάλει λοιπόν σε αυτή την τροχοπέδη
εμφανίζει την εργασία ως τη μόνη σχεδόν
ουσιαστική ενασχόληση και τις υπόλοιπες
ενασχολήσεις ως συμπλήρωμα ή κάτι
δευτερεύον. Αναφέρω κάποιες χαρακτηριστικά:
ανάγνωση βιβλίων/περιοδικών/εφημερίδων,
επιτραπέζια πνευματικά παιχνίδια όπως
τάβλι/σκάκι, διακοπές/ταξίδια για να
γνωρίσει κανείς άλλους τόπους και
κουλτούρες κατοίκων ή και κοντινές
διαδρομές στην πόλη, θεάματα όπως
θέατρα/κινηματογράφος/συναυλίες/αθλητικά
δρώμενα/χοροί/πολιτιστικές εκδηλώσεις,
συνάντηση με φίλους για φαγητό/καφέ/ποτό
και συζήτηση κοινωνική/πολιτική/φιλοσοφική
ή και συζητήσεις σε κοινωνικά ιντερνετικά
δίκτυα, αθλητισμός, εκκλησιαστικές
λειτουργίες/εσωτερική αναζήτηση/διαλογισμός
κλπ, χαλάρωση στο σπίτι με
σύζυγο/παιδιά/οικογένεια γενικώς. Δε
χρειάζεται να έχει κανείς πολύ μυαλό
για να καταλάβει ότι, όταν η δουλειά που
ασκούμε είναι πολύωρη ή/και εντατική
δε μας επιτρέπει να ασκήσουμε και τις
υπόλοιπες ενασχολήσεις όσο θα θέλαμε.
Η ζωή όμως δεν είναι ένα μόνο πράγμα
είτε αυτό το ένα λέγεται εργασία ή
αθλητισμός ή ψυχαγωγία, αποτελείται
από πολλά στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνονται
κι έτσι χτίζουμε μια ολοκληρωμένη
προσωπικότητα αλλά και την ευημερία
μας. Αλλοιώς τί νόημα θα είχε απλώς να
δουλεύαμε μέχρι να πεθάνουμε, και σε τί
θα διαφέραμε από όσους δούλους της
αρχαίας εποχής είχαν καλά αφεντικά και
δεν τους καταπίεζαν αλλά δούλευαν όλη
μέρα. Όσο και να μας αρέσει μια δουλειά
δεν παύει να είναι μια συγκεκριμένη
ενασχόληση, οπότε στη σύγκρισή της με
όλη την ποικιλία των υπολοίπων αποβαίνει
απελπιστικά φτωχή. Ο άνθρωπος πρέπει
λοιπόν να αγωνιστεί για τα προσωπικά
οικονομικά του εφόδια ακόμη και
θυσιάζοντας κάποιο διάστημα από τη ζωή
του (βλ. Σπουδές, αποταμίευση) αλλά μόλις
τα εξασφαλίσει είναι καθήκον του να
ανοίξει τα φτερά του και να δώσει
μεγαλύτερη προτεραιότητα στην άσκηση
του πνεύματός του και τη συλλογική του
δημιουργικότητα. Η κοινωνία προσπαθεί
εντέχνως να αποκρύψει τέτοιου είδους
μηνύματα θέλοντας να απορροφούμαστε
συνέχεια στην εργασία ή και σε χαμηλής
ποιότητας τηλεοπτικά προγράμματα ή
ιντερνετικές ενασχολήσεις (πχ υπερβολική
ενασχόληση με βιντεοπαιχνίδια ή κοινωνικά
δίκτυα) και πολλές φορές επιτυγχάνει
το στόχο της είτε με την προπαγάνδα είτε
με την ανάγκη που προκύπτει επειδή πολλά
επαγγέλματα τα αμοίβει με χαμηλά ποσά.
Στο χέρι μας είναι να τα ανατρέψουμε
καί τα δύο μήν ακούγοντας την προπαγάνδα
και μη επιτρέποντας στο καπιταλιστικό
σύστημα που οι περισσότεροι από μάς
κακώς αναθρέψαμε – με κατάληξη να
κατέχει το 2% του παγκόσμιου πληθησμού
σχεδόν όλο τον πλούτο της υδρογείου- να
υποτιμά τις αμοιβές που δικαιούμαστε,
πράγμα που μπορούμε να το κάνουμε πολύ
πιο άμεσα από τα επεισόδια και τις
πορείες μην ψηφίζοντας τα κόμματα που
εξυπηρετούν το παραπάνω σύστημα. Από
τη στιγμή λοιπόν που οι οικονομικοί μας
πόροι εξασφαλιστούν, εν μέρει ή και για
μια ολόκληρη ζωή, όλο το θετικό μέλλον
είναι μπροστά μας. Προστατεύουμε
συμπερασματικά τους οικονομικούς μας
πόρους μέχρι να επιτύχουμε τους στόχους
μας μην καταναλώνοντας άσκοπα, γιατί ο
τεχνητός καταναλωτισμός είναι άλλη μια
κακοήθεια της κοινωνίας μας όπως θα
αναλύσουμε στο επόμενό μας άρθρο.